ανάταξη

Greek Monolingual

η (Α ἀνάταξις) ἀνατάσσω
νεοελλ.
1. η εκ νέου τοποθέτηση, ξαναβάλσιμο
2. ιατρ. επαναφορά οργάνου ή μέρους οργάνου στην κανονική του θέση
αρχ.
οικονομική εκτίμηση, φορολογική κατάταξη.