ἀνατάσσω
English (LSJ)
Att. ἀνατάττω, aor. 2 Pass. ἀνετάγην, countermand expenditure, D.C.78.18 (Pass.):—Med., go regularly through again, rehearse, Plu.2.968c; set in order, διήγησιν Ev.Luc.1.1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [aor. ἀνετάγη D.C.78.18.5]
I 1en v. med. redactar διήγησιν Eu.Luc.1, ἐγκώμιον Philost.HE 3.21
•en v. pas. ἀνατέτακται διὰ Λουρίου (el documento) ha sido redactado por Lurio, PFam.Teb.21.36 (II d.C.)
•en v. act. inscribir κατὰ τάξιν ὡς ἱερατεύκαντι πατριαστεὶ πάντας ἀνατάξαι SIG 793.12 (Cos I d.C.).
2 repasar τὰ μαθήματα Plu.2.968c.
3 elevar en v. pas. φωνὰς ἀπὸ ψυχῆς καὶ καρδίας πρὸς σε ἀνατεταγμένας pap. en PO 18.p.431.
II reducir, cortar gastos en v. pas. (πάντα) ἀνετάγη D.C.l.c.
III gram. en v. act. retrotraer el acento, EM 152.28G.
German (Pape)
[Seite 210] anordnen, der Ordnung nach aufstellen. – Med., der Reihe nach durchgehen, bes. wissenschaftliche Untersuchungen noch einmal vornehmen, Plut. auch von den Elephanten, τὰ μαθήματα, das Gelernte wiederholen, Sol. anim. 12; N.T. διήγησιν, nach sorgfältiger Prüfung erzählen.
Greek Monolingual
(Α ἀνατάσσω και -ττω)
εκτελώ ανάταξη, τοποθετώ κάτι πάλι στη θέση του, στην αρχική του τάξη
αρχ.
1. επαναλαμβάνω, διεξέρχομαι πάλι
2. ανακαλώ παλαιότερο θέσπισμα, μεταρρυθμίζω
3. συνθέτω, συντάσσω, συγγράφω.