ανήκουστος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνήκουστος, -ον)
πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί
2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον
παρακοή, απείθεια.