πρωτάκουστος

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (με θετική σημ.) αυτός που για πρώτη φορά ακούγεται ή αυτός που ακούστηκε μόλις πριν από λίγο («με μιας τραγούδι ουράνιο πρωτάκουστο, δροσάτο / το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά», Βαλαωρ.)
2. (κατ' επέκτ.) πρωτοφανής, εκπληκτικός, ασυνήθιστος
3. (με αρνητική σημ.) απίστευτος, τεράστιος, τρομερός («κι έστρωσ' η Χαρόντισσα / πρωτάκουστο τραπέζι», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἀκουστός (< ακούω). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].