αναζέω

Greek Monolingual

ἀναζέω (Α)
1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω
2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω
3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ.
4. κάνω κάτι να βράσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις
μσν.
ἀνάζεμα.