αναθεμάτος

Greek Monolingual

ο
1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος
2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον
(πρβλ. «κάμε δουλειά-καμουλειά-καλειά, κακό χρόνο να 'χει - κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό, του σχηματισμού μιας λέξης από δυο ή περισσότερες, συμβαίνει συνήθως στις προσφωνήσεις, επικλήσεις, διαταγές, κατάρες κ.τ.ό., όπου έχει κανείς μπροστά του αυτόν τον οποίο προσφωνεί, διατάσει, βλασφημεί κ.λπ.. κι έτσι δεν υπάρχει ανάγκη να δηλώσει ρητά τον αριθμό ή το γένος κ.λπ. και κατά κανόνα βιάζεται. Μ' αυτό τον τρόπο τολμά ανεπίτρεπτες σε άλλες περιπτώσεις διαστρεβλώσεις και αποκοπές τών φθόγγων. Η άμεση αντίληψη αναπληρώνει και διασαφηνίζει ικανοποιητικά αυτό που για ψυχολογικούς λόγους ειπώθηκε γρήγορα και ελλειπτικά ή υπαινικτικά).