ανακατωσούρα

Greek Monolingual

η ανακάτωση
1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία
2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων
3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς.