ανακύλιση

Greek Monolingual

η
1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη
2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα
3. ανατροπή, αναποδογύρισμα
4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].