αναπλέω

Greek Monolingual

ἀναπλέω και ιων. ἀναπλώω και επικ. ἀναπλείω) πλέω
πλέω προς τα επάνω, πλέω αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την κατεύθυνση τών ανέμων