αναποδισμός

Greek Monolingual

ο (Α ἀναποδισμός) ἀναποδίζω (Ι)]
βάδιση προς τα πίσω, οπισθοδρόμηση, επάνοδος, επιστροφή
αρχ.
1. ανάκληση
2. επιμελέστερη ή ακριβέστερη εξέταση.