αναρτώ

Greek Monolingual

(Α ἀναρτῶ, -άω)
κρεμώ κάτι, στηρίζω κάτι κάπου
αρχ.
μτφ.
1. εξαρτώ κάτι από κάπου
2. προσηλώνω
3. (μέσ., -ώμαι) α. (για εδάφη) προσαρτώ, υποτάσσω σε κάποιον
β. κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να ενδιαφερθεί για άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρτώ «κρεμώ»
ΠΑΡ. ανάρτηση(-ις)
νεοελλ.
αναρτήρας].