ανατινάζω

Greek Monolingual

ἀνατινάσσω)
νεοελλ.
τινάζω στον αέρα, γίνομαι αίτιος έκρηξης
αρχ.
1. τινάζω προς τα επάνω
2. πάλλω, σείω, ταρακουνώ.