ἀνατινάσσω

English (LSJ)

fut. -ξω, shake up and down, brandish, θύρσον E.Ba.80(lyr., tm.): also of the wind shaking about a sail, Id.Or.341 (tm.), cf. Gal.14.638.

Spanish (DGE)

(ἀνατῐνάσσω)
agitar, sacudir violentamente θύρσον E.Ba.80, δῶμα E.Ba.623, la vela de un barco, E.Or.341, ropa de cama, Gal.14.638.

German (Pape)

[Seite 211] aufschütteln, in die Höhe schleudern, Eur. Bacch. 623 Or. 341.

French (Bailly abrégé)

secouer fortement.
Étymologie: ἀνά, τινάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατῐνάσσω:
1 потрясать, размахивать (θύρσον Eur.);
2 трепать, рвать (λαῖφος ἀκάτου Eur. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατῐνάσσω: μέλλ. -ξω, σείω πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω, πάλλω, τινάσσω, τῇδε κακεῖσε (ἐν τμήσει), ἀνὰ θύρσον τε τινάσσων Εὐρ. Βάκχ. 80· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὅταν τινάσσῃ τῇδε κακεῖσε τὸ ἱστίον, ὁ αὐτ. Ὀρ. 341.

Greek Monotonic

ἀνατῐνάσσω: μέλ. -ξω, κουνώ πάνω και κάτω, κραδαίνω, επισείω, σε Ευρ.· λέγεται για τον άνεμο που ταρακουνάει το κατάρτι, στον ίδ.

Middle Liddell

to shake up and down, brandish, Eur.; of the wind shaking about a sail, Eur.