το1. η άλως γύρω από τον ήλιο (προμήνυμα ανέμου), ηλιοστέφανο2. σπαν. η άλως του φεγγαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + αλώνι < αλώνιον, υποκορ. του τ. άλων, παράλλ. τ. του άλως, η «η στρογγυλότητα»].