ανεπάρκεια

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη επάρκειας
2. αδυναμία, ανικανότητα
3. Ιατρ. μη κανονική λειτουργία κάποιου οργάνου του σώματος
4. ανεπάρκεια όρων
έλλειψη συνθηκών κατάλληλων για να παραχθεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].