(Α ἀνιχνεύω)1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ιχνεύω.ΠΑΡ. ανίχνευσηνεοελλ.ανιχνευτής].