αντίκειμαι
Greek Monolingual
(AM ἀντίκειμαι)
βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι
νεοελλ.
(το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο.
αρχ.
(ως παθ. του ἀντιτίθημι)
1. είμαι τοποθετημένος απέναντι
2. αντιστοιχώ
3. (για τόπους) κείμαι απέναντι
4. (για πράγματα) κείμαι απέναντι ή εναντίον κάποιου
5. αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι
6. είμαι βλαβερός, επιζήμιος
7. (στη ρητορ.) «ἀντικείμενη λέξις» — αντιθετική.