Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αντιδάνειος
Greek Monolingual
-α, -ο 1. αυτός που εισάγεται από κάπου όπου προηγουμένως είχε εξαχθεῖ 2.το ουδ. ως ουσ.το αντιδάνειο γλωσσ.λέξη ή στοιχείο γλώσσας που, αφού εισαχθεί σε άλληγλώσσα ως δάνειο, επιστρέφει στην πρώτη.