αντιλογία
Greek Monolingual
η (AM ἀντιλογία)
αμφισβήτηση, αντίρρηση
μσν.- νεοελλ.
απάντηση
νεοελλ.
φρ. «πνεύμα αντιλογίας» — ο αντιρρησίας
αρχ.
1. αντίφαση
2. συζήτηση υπόθεσης
3. διαφωνία
4. στον πληθ. αἱ ἀντιλογίαι
επιχειρήματα εναντίον των επιχειρημάτων άλλου.