αντιτάσσω

Greek Monolingual

ἀντιτάσσω κ. -ττω)
1. προβάλλω κάτι εναντίον άλλου για άμυνα
2. αντιπαρατάσσω τον στρατό εναντίον των εχθρών
3. (-ομαι) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι
αρχ.
(-ομαι) αντιπαραβάλλω, συγκρίνω.