αντράκλα
Greek Monolingual
κ. αντράχλα κ. ανδράκλα, η
κοινή ονομασία του φυτού πορτουλάκη ή λαχανηρά ή ολισθηρίς, αλλιώς κ. γλιστρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ανδράχλη < ανδράχνη, με ανομοίωση ή από συμφυρμό των αρχ. ουσ. ανδράχνη και ανδράχλη. Η ετυμολογία του αρχ. τύπου ανδράχνη είναι άγνωστη. Ίσως πρόκειται για σύνθετη λέξη από τα ανήρ, ανδρός + άχνη].