ανυσιεργός

Greek Monolingual

ἀνυσιεργός, -όν κ. ἀνυσίεργος (Α)
αυτός που προάγει ένα έργο, ο φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανύωεκτελώ, φέρω σε πέρας, κατορθώνω») + -εργος < έργον].