ἀνυσιεργός
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ἀνυσιεργόν, finishing work, industrious, Theoc.28.14 [ᾱ metri gr.], cf. Phld.Hom.p.30O.
German (Pape)
[Seite 266] das Werk fördernd, Theocr. 28. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠσιεργός: -όν, καὶ ἀνυσίεργος, ον, (ἀνύω, ἔργον) φίλεργος, φιλόπονος, οὕτως ἀνυσίεργος, φιλέει δ’ ὅσσα σαόφρονες Θεόκρ. 28. 14 [ᾱ χάριν τοῦ μέτρου].
Greek Monolingual
ἀνυσιεργός, -όν κ. ἀνυσίεργος (Α)
αυτός που προάγει ένα έργο, ο φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανύω («εκτελώ, φέρω σε πέρας, κατορθώνω») + -εργος < έργον].
Greek Monotonic
ἀνῠσιεργός: -όν (ἔργον), φίλεργος, φιλόπονος, σε Θεόκρ. (ᾱ χάριν μέτρου).
Middle Liddell
ἔργον [ᾱ metri grat.]
finishing work, industrious, Theocr.