αξιόχρεως
Greek Monolingual
(Α ἀξιόχρεως, -ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, -ον)
όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος
αρχ.
1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.)
2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός... μίασμα λῡσαι;», Ευριπίδης)
3. «ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος» (Ηρόδ.)
άξια αφήγησης, αυτά που αξίζει να τα διηγηθεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + -χρεως < αττ. χρέως ή -χρεος < ιων. χρέος.