απέλαση

Greek Monolingual

η (AM ἀπέλασις, -εως) απελαύνω
νεοελλ.
η πράξη με την οποία η αρμόδια αρχή ενός κράτους εξαναγκάζει άτομο αλλοδαπό να αναχωρήσει αμέσως ή μέσα σε σύντομη προθεσμία ρητά απαγορεύοντας του συγχρόνως την επάνοδο σε μεταγενέστερο χρόνο
αρχ.
(για ιππικό) αποχώρηση.