(Α ἀπαλλοτριῶ, -όω)
νεοελλ.
αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω
2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ
3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω, ξεχωρίζω
β) αλλάζω, μεταβάλλω.