ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α)
1. εξορίζομαι για ένα έτος
2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός «χρονική περίοδος, έτος»].