απερύκω

Greek Monolingual

ἀπερύκω, (Α) ερύκω
1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι
2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι
3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι
4. συγκρατώ.