ἀπερύκω, (Α) ερύκω1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι4. συγκρατώ.