αποδοχή

Greek Monolingual

η (AM ἀποδοχή) αποδέχομαι
1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή
2. η παραδοχή, η συγκατάθεση
νεοελλ.
στον πληθ. οι αποδοχές
το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα)
αρχ.
1. η επιδοκιμασία
2. η ευνοϊκή υποδοχή
3. χώρος υποδοχής.