κ. απακουμπώ (-άω) (Μ ἀπακουμπῶ)στηρίζομαι κάπουνεοελλ.1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ' ένα σημείο2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία.