(AM ἀποκτείνω κ. -κτέννω, Α κ. -κταίνω, -κτείνυμι, -κτίννυμι, -κτιννύω)
φονεύω, θανατώνω
αρχ.
1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή
2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος
3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή
4. στενοχωρώ θανάσιμα.