απολαβή

Greek Monolingual

η
1. κέρδος, πρόσοδος
2. η ενίσχυση
3. στον πληθ. οι απολαβές
εισόδημα, μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Περβάνογλου].