η (Α ἀποπομπή) αποπέμπωνεοελλ.απόλυση από υπηρεσία ή αξίωμααρχ.1. αποσόβηση, αποτροπή2. εξαγνισμός, κάθαρση3. αποδίωξη της συζύγου.