αποστασία

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀποστασία) αποσταίνω
1. στάση, εξέγερση
2. εκκλ. απάρνηση του Θεού ή της χριστιανικής πίστης
νεοελλ.
1. αποσκίρτηση από ένα πολιτικό κόμμα και προσχώρηση σε άλλο
2. (για ιερείς) η εκούσια αποβολή του εκκλησιαστικού σχήματος.