κ. σέρνω (AM ἀποσύρω)νεοελλ.1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.)απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαιαρχ.αποσπώ, απογυμνώνω.