αποτυγχάνω
Greek Monolingual
κ. -τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω)
1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ
2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου
νεοελλ.
(μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει στη σταδιοδρομία του
μσν.
γελιέμαι, πέφτω έξω
αρχ.
1. αποβάλλω, χάνω
2. (-ομαι) δεν εκπληρώνομαι, δεν πραγματοποιούμαι.