σταδιοδρομία
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ σταδιοδρόμος
νεοελλ.
επαγγελματική απασχόληση, προσπάθεια για διάκριση στον επαγγελματικό, πολιτικό, επιστημονικό ή άλλο τομέα, στάδιο («έκανε λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία»)
αρχ.
ο αγώνας δρόμου στο στάδιο.