αποφασιστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος
2. (για πράξεις) αυτός που συντελείται μετά από τολμηρή απόφαση
3. κρίσιμος, μεγάλης σημασίας («αποφασιστική μάχη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποφασίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1683 στο ανώνυμο έργο Πανουργίαι Μπερτόλδου].