απόγευμα

Greek Monolingual

κ. -γεμα κ. -γιομα, το (AM ἀπόγευμα) γεύμα
το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο.