αργεστής

Greek Monolingual

ἀργεστής και Άργέστης, ο (Α)
1. αυτός που ξαστερώνει τον ουρανό (επίθ. του νότιου ανέμου)
2. ο λευκός
3. (κύρ. όν.) Αργέστης
ο βορειοδυτικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργεσ- το οποίο πρέπει να υπήρξε παράλληλα προς το θ. αργ- του αργός (Ι) και το οποίο μαρτυρείται επίσης στον τ. αργεννός καθώς και στο σύνθετο επίθετο εναργής].