αργεννός
From LSJ
Greek Monolingual
ἀργεννός, -ή, -όν (Α)
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργεσ-νός < θ. αργεσ -, παράλληλα προς το θ. αργ- του αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής). Πρόκειται για αιολ. τ. (πρβλ. ερεβεννός), που χρησιμοποιήθηκε στην Ιλιάδα ως επίθετο για τα πρόβατα και για τα μάλλινα υφάσματα, αργότερα δε και για άλλα ζώα και αντικείμενα. Από το έπος το παρέλαβαν και άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές με την αιολική του πάντα μορφή].