ἀρτιεπής, -ές (Α)1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως3. ο σαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)].