αρχαιρεσιάζω
Greek Monolingual
ἀρχαιρεσιάζω (Α) αρχαιρεσία
1. κάνω αρχαιρεσίες, συγκαλώ συνέλευση για εκλογή αρχόντων
2. επιδιώκω κάποια αρχή ή αξίωμα.
ἀρχαιρεσιάζω (Α) αρχαιρεσία
1. κάνω αρχαιρεσίες, συγκαλώ συνέλευση για εκλογή αρχόντων
2. επιδιώκω κάποια αρχή ή αξίωμα.