-η, -ο (AM ἀσύμφωνος, -ον, Α και ἀξ-)αυτός που δεν είναι σύμφωνος με κάποιον άλλο, διαφορετικόςνεοελλ.αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, που διαφωνεί με κάποιοναρχ.1. μη αρμονικός, παράφωνος2. αυτός που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον.