ατακτώ

Greek Monolingual

και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, -έω) άτακτος
κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι
αρχ.-μσν.
1. κάνω παράβαση
2. στασιάζω
μσν.
1. βρίσκομαι σε αταξία
2. αυθαιρετώ
αρχ.
1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία
2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή.