ατράνταχτος

Greek Monolingual

-η, -ο·1. ακλόνητος, αμετακίνητος, στερεός
2. ακράδαντος, αδιάσειστος («ατράνταχτα επιχειρήματα»)
3. (για πράγματα) τρανός, επιβλητικός, τεράστιος («ατράνταχτη προίκα, περιουσία»).