αυλώ

Greek Monolingual

(-έω) (Α) αυλός
Ι.1. παίζω αυλό
2. παίζω μουσική
II. (-ούμαι)
1. (για μελωδία) εκτελούμαι με αυλό ή με τη συνοδεία αυλού
2. (για κλειστό χώρο) αντηχώ από τη μελωδία αυλού
3. (για πρόσωπα) διασκεδάζω, ή βαδίζω στη μάχη με τη συνοδεία αυλού.