αχινός

Greek Monolingual

και αχινιός, ο (Μ ἀχινός)
κοινή ονομασία των μελών της ομοταξίας Εχινοειδή, των οποίων το σώμα είναι σφαιρικό ή δισκοειδές και το όστρακο σκεπασμένο με αγκάθια
νεοελλ.
1. άνθρωπος ανόητος
2. το εφήβαιο και το γεννητικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. αχινός < αρχ. εχίνος
αχινιός < εχινιός < εχιναίος < αρχ. εχίνος «αχινός, σκαντζόχοιρος»].