ἀόργητος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -οργητος, εκτεταμένος τ. του -οργος (< οργή), κατά το άνοος -ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)].