δυσόργητος
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
δυσόργητον, = δύσοργος, Arist.Phgn.811a31, [Babr.] 11.12; θεός Poll.1.39. Adv. δυσοργήτως D.H.6.47.
Spanish (DGE)
-ον
I 1irascible, iracundo de ciertos cerdos, Arist.Phgn.811a31, de pers., Ph.2.269, I.AI 18.226, Babr.11.12, Adam.2.21, 22, Polem.Phgn.37, θεός Poll.1.39, βασιλεύς Poll.1.42.
2 impío o cruel Hsch.
II adv. -ως de forma irritable o irascible δ. ταῖς τύχαις ὁμιλοῦντες D.H.6.47, μὴ δ. ἐνέγκατε D.H.7.31.
German (Pape)
[Seite 685] jähzornig, sehr zornig, Babr. 11, 12; adv., Dion. Hal. 6, 47. 7, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irascible.
Étymologie: δυσ-, ὀργάω.
Russian (Dvoretsky)
δυσόργητος: Babr. = δύσοργος 1.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόργητος: -ον, = δύσοργος, Βάβρ. 11. 12, Πολυδ. Α΄, 39. - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. 6. 47.
Greek Monolingual
δυσόργητος, -ον (Α)
ο δύσοργος.
Greek Monotonic
δυσόργητος: -ον, = δύσοργος, σε Βάβρ.
Middle Liddell
δυσ-όργητος, ον = δύσοργος, Babr.]